- ἀμπολέω
- ἀμπολέω1 go over met., of repetition
ταὐτὰ δὲ τρὶς τετράκι τ' ἀμπολεῖν ἀπορία τελέθει N. 7.104
, cf. ἀναπολίζω.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ταὐτὰ δὲ τρὶς τετράκι τ' ἀμπολεῖν ἀπορία τελέθει N. 7.104
, cf. ἀναπολίζω.Lexicon to Pindar. William J.. 2010.